- ράφτης
- οθηλ. ράφτρα αυτός που ράβει αντρικά ή γυναικεία ρούχα: Φημισμένος ράφτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ράφτης — ο, θηλ. ράφτρα, Ν βλ. ράπτης … Dictionary of Greek
ραφτόπουλο — το, Ν 1. μαθητευόμενος νεαρός ράφτης 2. ο νεαρός γιος τού ράφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφτης + κατάλ. πουλο*] … Dictionary of Greek
φραγκοράφτης — ο, Ν (παλ. τ.) ράφτης ανδρικών ενδυμάτων ευρωπαϊκού τύπου, σε αντιδιαστολή προς τον ράφτη εθνικών ενδυμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + ράφτης] … Dictionary of Greek
Porto Rafti — Πόρτο Ράφτη … Deutsch Wikipedia
ακατάραφτος — η, ο και ακατάραφος [καταράφτω] αυτός που δεν έχει ραμμένα, μπαλωμένα τα σκισμένα μέρη τών ενδυμάτων του παροιμ. «ράφτης ακατάραφτος, τσαγκάρης αξυπόλυτος», για όσους φροντίζουν για τους άλλους και όχι για τον εαυτό τους … Dictionary of Greek
ελληνορράπτης — ο ράφτης παραδοσιακών λαϊκών ενδυμασιών (φουστανέλλας κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εμπορορράπτης — ο υφασματέμπορος και ράφτης συγχρόνως ανδρικών ρούχων … Dictionary of Greek
εξωμιδοποιός — ἐξωμιδοποιός, ο (Α) ο ράφτης εξωμίδων … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] … Dictionary of Greek